διαυλόδρομος

διαυλόδρομος
δῐαυλόδρομ-ος,
A running the δίαυλος, IG7.1772 ([place name] Thespiae), Liv.Ann.3.146 ([place name] Thessaly): written [suff] δῐαυλοδρομ-αδρόμος CIG2758 ([place name] Aphrodisias): metaph. of the cock, διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει interpol. in Artem.4.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαυλοδρόμος — και διαυλοδρόμης και διαυληδρόμος και διαυλαδρόμος, ο (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται, τρέχει στον δίαυλο* 2. (για κόκορα) αυτός που τρέχει στην αυλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”